Ένα εικοσιτετράωρο από τη ζωή ενός Βεδουίνου
Μιά μέρα είχα ονειρευτεί οτι βρισκόμουν στην έρημο Σαχάρα. Εκεί, βρέθηκα στη μέση ενός χωραφιού. Ήταν πολλοί άνθρωποι και ξαφνιάστηκα. Τους πλησίασα και τότε με προσέξανε και μου μίλησαν.

Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου λέγανε, αλλά μου έκαναν νοήματα και νομίζω πως προσπαθούσαν να με ρωτήσουν πώς με λένε. Τους απάντησα και αυτοί παραξενεύτηκαν λες και δεν είχαν ξανακούσει αυτό το όνομα. Προσπαθούσαν να μου μιλήσουν αλλά εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα απ' αυτά που μου έλεγαν.

Μερικοί ήταν κίτρινοι και όλοι οι υπόλοιποι ήταν μαύροι. Ήταν σε μια όαση και καλλιεργούσαν το χωράφι δηλαδή ξεκριάζανε τις πέτρες απο το χωράφι. Πιο πέρα ήταν κτηνοτρόφοι νομάδες, είχαν χτίσει μεγάλες φάρμες απο πέτρες και μέσα σ' αυτές φρόντιζαν πολλά ζώα όπως καμήλες και αιγοπρόβατα. Η τροφή των γεωργών ήταν τα σιτηρά και διάφορα λαχανικά που καλλιεργούσαν και η τροφή των κτηνοτρόφων ήταν τα προϊόντα που έπαιρναν απο τα ζώα τους. Επίσης, πολλοί απ' αυτούς φορούσαν φαρδιά ανοικτόχρωμα ρούχα για να προστατεύονται απο τη ζέστη του ήλιου.

Σε κάποια στιγμή κάποιος με φώναξε γιατί άκουσα το όνομά μου. Πλησίασα προς εκείνο το μέρος. Κάποιος απο τους γεωργούς μού έκανε νοήματα να πάω να καθίσω για λίγο στο σπίτι τους γιατί είχαν τελειώσει τη δουλειά. Εγώ κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Αφού έφτασα έξω απο το σπίτι τους, είδα πως ήταν κατασκευασμένο σπο φοινικόκλαδα. Μπήκα μέσα καιμου πρόσφεραν τσάι. Κουβεντιάζαμε για ώρες με νοήματα.

Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το ξυπνητήρι και κατάλαβα πως ήταν όνειρο. Θα ήθελα πολύ να πραγματοποιηθεί αυτό το όνειρο.

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008,

Αναστασία
Ε' τάξη